τσίφρα

τσίφρα
η βλ. τζίφρα, η.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τσίφρα — η, Ν βλ. τζίφρα …   Dictionary of Greek

  • ζερό — το (κυρίως στο παιχνίδι τής ρουλέτας) το μηδέν. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. zero < ιταλ. zero < zefiro, < αραβ. sifr «μηδέν», πιθ. < ελλ. ψήφος πρβλ. και λ. τσίφρα /τζίφρα) …   Dictionary of Greek

  • τζίφρα — και τσίφρα, η, Ν υπογραφή, μονογραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. cifra < αραβ. cifr «μηδέν»] …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”